- κλεψίφρων
- κλεψίφρων, -ον (Α)1. αυτός που προσποιείται άγνοια2. κλεψίνους*, απατηλός, δολερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- (< κλέπτω) + -φρων (< φρήν), πρβλ. δαμασί-φρων, λυσί-φρων. Σύνθ. τού τύπου τερψί-μβροτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλεψίφρονι — κλεψίφρων dissembling dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεψίφρονος — κλεψίφρων dissembling gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek